Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
γεωτόμος
γηγενής
γήδιον
View word page
γεωπονέω
γεωπονέω from γεωπόνος to till the ground; γᾱπονεῖν Eur.
ShortDef
to till the ground
Debugging
Headword:
γεωπονέω
Headword (normalized):
γεωπονέω
Headword (normalized/stripped):
γεωπονεω
IDX:
6876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6880
Key:
gewpone/w
Data
{'content': 'γεωπονέω\n from γεωπόνος\n to till the ground; γᾱπονεῖν Eur.', 'key': 'gewpone/w'}