Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
View word page
γεωμετρικός
γεωμετρικός from γεωμέτρης of or for geometry, geometrical, Plat.: γεωμετρικὴ (sc. τέχνη), geometry, Plat. skilled in geometry, a geometrician, Plat.
ShortDef
of or for geometry, geometrical; skilled in geometry
Debugging
Headword:
γεωμετρικός
Headword (normalized):
γεωμετρικός
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρικος
IDX:
6873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6877
Key:
gewmetriko/s
Data
{'content': 'γεωμετρικός\n from γεωμέτρης\n of or for geometry, geometrical, Plat.: γεωμετρικὴ (sc. τέχνη), geometry, Plat.\n skilled in geometry, a geometrician, Plat.', 'key': 'gewmetriko/s'}