Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
View word page
γεωμέτρης
γεωμέτρης γῆ, μετρέω a land-measurer, geometer, Plat.
ShortDef
a land-measurer, geometer
Debugging
Headword:
γεωμέτρης
Headword (normalized):
γεωμέτρης
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρης
IDX:
6871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6875
Key:
gewme/trhs
Data
{'content': 'γεωμέτρης\n γῆ, μετρέω\n a land-measurer, geometer, Plat.', 'key': 'gewme/trhs'}