Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
View word page
γεωμετρέω
γεωμετρέω from γεωμέτρης to measure the earth, to practise or profess geometry, Plat. to measure, c. acc., Xen.

ShortDef

to measure the earth, to practise

Debugging

Headword:
γεωμετρέω
Headword (normalized):
γεωμετρέω
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρεω
IDX:
6870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6874
Key:
gewmetre/w

Data

{'content': 'γεωμετρέω\n from γεωμέτρης\n to measure the earth, to practise or profess geometry, Plat.\n to measure, c. acc., Xen.', 'key': 'gewmetre/w'}