Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεύω
γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
View word page
γεώλοφος
γεώλοφος crested with earth: as Subst., a hill, hillock, Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.

ShortDef

(adj.) crested with earth; (n.) hill

Debugging

Headword:
γεώλοφος
Headword (normalized):
γεώλοφος
Headword (normalized/stripped):
γεωλοφος
IDX:
6869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6873
Key:
gew/lofos

Data

{'content': 'γεώλοφος\n crested with earth: as Subst., a hill, hillock, Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.', 'key': 'gew/lofos'}