Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γέρων
γεῦμα
γευστέος
γεύω
γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
View word page
γεωγράφος
γεωγράφος γῆ, γράφω a geographer.

ShortDef

a geographer

Debugging

Headword:
γεωγράφος
Headword (normalized):
γεωγράφος
Headword (normalized/stripped):
γεωγραφος
IDX:
6866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6870
Key:
gewgra/fos

Data

{'content': 'γεωγράφος\n γῆ, γράφω\n a geographer.', 'key': 'gewgra/fos'}