Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γεῦμα
γευστέος
γεύω
γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
View word page
γεφυροποιός
γεφυροποιός bridge-maker, Lat. Pontifex, Plut.
ShortDef
bridge-maker
Debugging
Headword:
γεφυροποιός
Headword (normalized):
γεφυροποιός
Headword (normalized/stripped):
γεφυροποιος
IDX:
6863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6867
Key:
gefuropoio/s
Data
{'content': 'γεφυροποιός\n bridge-maker, Lat. Pontifex, Plut.', 'key': 'gefuropoio/s'}