Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γεῦμα
γευστέος
γεύω
γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
γεωλοφία
View word page
γευστέος
γευστέος verb. adj. of γεύω one must make to taste, τινά τινος Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γευστέος
Headword (normalized):
γευστέος
Headword (normalized/stripped):
γευστεος
IDX:
6858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6862
Key:
geuste/os
Data
{'content': 'γευστέος\n verb. adj. of γεύω\n one must make to taste, τινά τινος Plat.', 'key': 'geuste/os'}