Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γεῦμα
γευστέος
γεύω
γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
γεφυρόω
γεωγραφία
γεωγράφος
γεώδης
View word page
γεῦμα
γεῦμα γεύω a taste, smack of a thing, Eur., Ar.

ShortDef

a taste, smack

Debugging

Headword:
γεῦμα
Headword (normalized):
γεῦμα
Headword (normalized/stripped):
γευμα
IDX:
6857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6861
Key:
geu=ma

Data

{'content': 'γεῦμα\n γεύω\n a taste, smack of a thing, Eur., Ar.', 'key': 'geu=ma'}