Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γεῦμα
γευστέος
γεύω
γέφυρα
γεφυρίζω
γεφυριστής
γεφυροποιός
View word page
γερούσιος
γερούσιος γέρων for or befitting the seniors or chiefs, Il.; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.
ShortDef
for or befitting old men
Debugging
Headword:
γερούσιος
Headword (normalized):
γερούσιος
Headword (normalized/stripped):
γερουσιος
IDX:
6853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6857
Key:
gerou/sios
Data
{'content': 'γερούσιος\n γέρων\n for or befitting the seniors or chiefs, Il.; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.', 'key': 'gerou/sios'}