Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γεῦμα
View word page
γεράσμιος
γεράσμιος from γέρας honouring, Hhymn. = γεραρός, honoured, Eur.

ShortDef

honouring

Debugging

Headword:
γεράσμιος
Headword (normalized):
γεράσμιος
Headword (normalized/stripped):
γερασμιος
IDX:
6847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6851
Key:
gera/smios

Data

{'content': 'γεράσμιος\n from γέρας\n honouring, Hhymn.\n = γεραρός, honoured, Eur.', 'key': 'gera/smios'}