Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
View word page
γεραρός
γεραρός γεραίρω of reverend bearing, majestic, Il. = γεραιός, Aesch. γεραροί, οἱ, priests, Aesch.; γεραραί, priestesses, Dem.

ShortDef

of reverend bearing, majestic

Debugging

Headword:
γεραρός
Headword (normalized):
γεραρός
Headword (normalized/stripped):
γεραρος
IDX:
6846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6850
Key:
geraro/s

Data

{'content': 'γεραρός\n γεραίρω\n of reverend bearing, majestic, Il.\n = γεραιός, Aesch.\n γεραροί, οἱ, priests, Aesch.; γεραραί, priestesses, Dem.', 'key': 'geraro/s'}