Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
γερούσιος
View word page
γεραιόφλοιος
γεραιόφλοιος with old, wrinkled skin, Anth.

ShortDef

with old, wrinkled skin

Debugging

Headword:
γεραιόφλοιος
Headword (normalized):
γεραιόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
γεραιοφλοιος
IDX:
6843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6847
Key:
geraio/floios

Data

{'content': 'γεραιόφλοιος\n with old, wrinkled skin, Anth.', 'key': 'geraio/floios'}