Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
γερουσία
View word page
γεραιός
γεραιός = γηραιός γέρων old, in Hom. and Trag.; of men, with notion of dignity, like signor, Trag.; ὁ γεραιός that reverend sire, Il.:—comp. γεραίτερος, Hom.; οἱ γεραίτεροι the elders, senators, Aesch., Xen.; cf. γέρων:— Sup. γεραίτατος, Ar.; rarely = πρεσβύτατος, eldest, Theocr. of things, ancient, Trag.

ShortDef

old

Debugging

Headword:
γεραιός
Headword (normalized):
γεραιός
Headword (normalized/stripped):
γεραιος
IDX:
6842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6846
Key:
geraio/s

Data

{'content': 'γεραιός\n = γηραιός\n γέρων\n old, in Hom. and Trag.; of men, with notion of dignity, like signor, Trag.; ὁ γεραιός that reverend sire, Il.:—comp. γεραίτερος, Hom.; οἱ γεραίτεροι the elders, senators, Aesch., Xen.; cf. γέρων:— Sup. γεραίτατος, Ar.; rarely = πρεσβύτατος, eldest, Theocr.\n of things, ancient, Trag.', 'key': 'geraio/s'}