Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
γέρας
γερονταγωγέω
View word page
γέντο
γέντο he grasped, = ἔλαβεν, found only in this form, Il.:—said to be Aeolic for ἕλετο (ϝέλετο) like ἦνθον for ἦλθον. syncop. for ἐγένετο, v. γίγνομαι.
ShortDef
he grasped
Debugging
Headword:
γέντο
Headword (normalized):
γέντο
Headword (normalized/stripped):
γεντο
IDX:
6839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6843
Key:
ge/nto
Data
{'content': 'γέντο\n he grasped, = ἔλαβεν, found only in this form, Il.:—said to be Aeolic for ἕλετο (ϝέλετο) like ἦνθον for ἦλθον.\n syncop. for ἐγένετο, v. γίγνομαι.', 'key': 'ge/nto'}