Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γεράσμιος
View word page
γεννικός
γεννικός = γενναῖος noble, Ar., Plat.
ShortDef
noble
Debugging
Headword:
γεννικός
Headword (normalized):
γεννικός
Headword (normalized/stripped):
γεννικος
IDX:
6837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6841
Key:
genniko/s
Data
{'content': 'γεννικός\n = γενναῖος\n noble, Ar., Plat.', 'key': 'genniko/s'}