Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
View word page
γεννητός
γεννητός γεννάω begotten, Plat.; γεννητοὶ γυναικῶν born of women, NTest.

ShortDef

begotten

Debugging

Headword:
γεννητός
Headword (normalized):
γεννητός
Headword (normalized/stripped):
γεννητος
IDX:
6836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6840
Key:
gennhto/s

Data

{'content': 'γεννητός\n γεννάω\n begotten, Plat.; γεννητοὶ γυναικῶν born of women, NTest.', 'key': 'gennhto/s'}