Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
γέρανος
View word page
γεννητής
γεννητής γεννάω a parent, Soph., Plat. γεννῆται, οἱ, (γέννα) at Athens, heads of families, Plat.

ShortDef

a parent

Debugging

Headword:
γεννητής
Headword (normalized):
γεννητής
Headword (normalized/stripped):
γεννητης
IDX:
6835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6839
Key:
gennhth/s

Data

{'content': 'γεννητής\n γεννάω\n a parent, Soph., Plat.\n γεννῆται, οἱ, (γέννα) at Athens, heads of families, Plat.', 'key': 'gennhth/s'}