Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
γεραίρω
View word page
γέννησις
γέννησις γεννάω an engendering, producing, Eur., Plat.: birth, NTest.

ShortDef

an engendering, producing

Debugging

Headword:
γέννησις
Headword (normalized):
γέννησις
Headword (normalized/stripped):
γεννησις
IDX:
6834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6838
Key:
ge/nnhsis

Data

{'content': 'γέννησις\n γεννάω\n an engendering, producing, Eur., Plat.: birth, NTest.', 'key': 'ge/nnhsis'}