Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
γε
γεραιός
γεραιόφλοιος
View word page
γέννημα
γέννημα γεννάω that which is produced or born, a child, Soph.:—any product or work, Plat. breeding, nature, Soph. act. a begetting, Aesch.
ShortDef
that which is produced
Debugging
Headword:
γέννημα
Headword (normalized):
γέννημα
Headword (normalized/stripped):
γεννημα
IDX:
6833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6837
Key:
ge/nnhma
Data
{'content': 'γέννημα\n γεννάω\n that which is produced or born, a child, Soph.:—any product or work, Plat.\n breeding, nature, Soph.\n act. a begetting, Aesch.', 'key': 'ge/nnhma'}