Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
γέντο
γένυς
View word page
γενναιότης
γενναιότης γενναῖος nobleness of character, nobility, Eur., Thuc.: of land, fertility, Xen.

ShortDef

nobleness of character, nobility

Debugging

Headword:
γενναιότης
Headword (normalized):
γενναιότης
Headword (normalized/stripped):
γενναιοτης
IDX:
6830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6834
Key:
gennaio/ths

Data

{'content': 'γενναιότης\n γενναῖος\n nobleness of character, nobility, Eur., Thuc.: of land, fertility, Xen.', 'key': 'gennaio/ths'}