Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
γένος
View word page
γενναιοπρεπής
γενναιοπρεπής πρέπω befitting a noble: adv. -πῶς, Ar.

ShortDef

befitting a noble

Debugging

Headword:
γενναιοπρεπής
Headword (normalized):
γενναιοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
γενναιοπρεπης
IDX:
6828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6832
Key:
gennaiopreph/s

Data

{'content': 'γενναιοπρεπής\n πρέπω\n befitting a noble: adv. -πῶς, Ar.', 'key': 'gennaiopreph/s'}