Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
γεννικός
View word page
γεννάδας
γεννάδας from γέννα noble, Lat. generosus, Ar., Plat.

ShortDef

noble

Debugging

Headword:
γεννάδας
Headword (normalized):
γεννάδας
Headword (normalized/stripped):
γενναδας
IDX:
6827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6831
Key:
genna/das

Data

{'content': 'γεννάδας\n from γέννα\n noble, Lat. generosus, Ar., Plat.', 'key': 'genna/das'}