Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γενειάσκω
γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
γεννάω
γέννημα
γέννησις
γεννητής
γεννητός
View word page
γενηΐς
γενηΐς = γένυς II a pickaxe, mattock, Soph.
ShortDef
a pickaxe, mattock
Debugging
Headword:
γενηΐς
Headword (normalized):
γενηΐς
Headword (normalized/stripped):
γενηις
IDX:
6826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6830
Key:
genhi/s
Data
{'content': 'γενηΐς\n = γένυς II\n a pickaxe, mattock, Soph.', 'key': 'genhi/s'}