Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενέθλη
γενεθλιακός
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάζω
γενειάσκω
γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννα
View word page
γενέσιος
γενέσιος = γενέθλιος:— but γενέσια, τά γενέσια, τά a day kept in memory of the dead, Hdt.; to be distinguished from γενέθλια a birthday-feast, though used for it in NTest.

ShortDef

a day kept in memory of the dead

Debugging

Headword:
γενέσιος
Headword (normalized):
γενέσιος
Headword (normalized/stripped):
γενεσιος
IDX:
6821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6825
Key:
gene/sios

Data

{'content': 'γενέσιος\n = γενέθλιος:— but γενέσια, τά\n γενέσια, τά a day kept in memory of the dead, Hdt.; to be distinguished from γενέθλια a birthday-feast, though used for it in NTest.', 'key': 'gene/sios'}