Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιακός
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάζω
γενειάσκω
γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
View word page
γένειον
γένειον γενύς the part covered by the beard, the chin, Hom., Trag.:—proverb. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειον καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar. = γενειάς, the beard, Hdt. the cheek, Anth.

ShortDef

the part covered by the beard, the chin

Debugging

Headword:
γένειον
Headword (normalized):
γένειον
Headword (normalized/stripped):
γενειον
IDX:
6820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6824
Key:
ge/neion

Data

{'content': 'γένειον\n γενύς\n the part covered by the beard, the chin, Hom., Trag.:—proverb. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειον καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.\n = γενειάς, the beard, Hdt.\n the cheek, Anth.', 'key': 'ge/neion'}