Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γενεά
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιακός
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάζω
γενειάσκω
γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
γενναῖος
View word page
γενειάω
γενειάω γένειον to grow a beard, get a beard, Od., Xen., etc.

ShortDef

to grow a beard, get a beard

Debugging

Headword:
γενειάω
Headword (normalized):
γενειάω
Headword (normalized/stripped):
γενειαω
IDX:
6819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6823
Key:
geneia/w

Data

{'content': 'γενειάω\n γένειον\n to grow a beard, get a beard, Od., Xen., etc.', 'key': 'geneia/w'}