Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γενεαλόγος
γενεά
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιακός
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάζω
γενειάσκω
γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενηΐς
γεννάδας
γενναιοπρεπής
View word page
γενειάτης
γενειάτης from γενειάω bearded, Theocr.
ShortDef
bearded
Debugging
Headword:
γενειάτης
Headword (normalized):
γενειάτης
Headword (normalized/stripped):
γενειατης
IDX:
6818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6822
Key:
geneia/ths
Data
{'content': 'γενειάτης\n from γενειάω\n bearded, Theocr.', 'key': 'geneia/ths'}