Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γέμω
γενεαλογέω
γενεαλογία
γενεαλόγος
γενεά
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιακός
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάζω
γενειάσκω
γενειάς
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενέσιος
γένεσις
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
View word page
γενειάζω
γενειάζω = γενειάω, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γενειάζω
Headword (normalized):
γενειάζω
Headword (normalized/stripped):
γενειαζω
IDX:
6815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6819
Key:
geneia/zw
Data
{'content': 'γενειάζω\n = γενειάω, Theocr.', 'key': 'geneia/zw'}