Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
γεμίζω
γέμος
γέμω
γενεαλογέω
γενεαλογία
γενεαλόγος
γενεά
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιακός
View word page
γελωτοποιός
γελωτοποιός γέλως, ποιέω exciting laughter: as Subst. a jester, buffoon, Xen.

ShortDef

exciting laughter

Debugging

Headword:
γελωτοποιός
Headword (normalized):
γελωτοποιός
Headword (normalized/stripped):
γελωτοποιος
IDX:
6802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6806
Key:
gelwtopoio/s

Data

{'content': 'γελωτοποιός\n γέλως, ποιέω\n exciting laughter: as Subst. a jester, buffoon, Xen.', 'key': 'gelwtopoio/s'}