Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
γεμίζω
γέμος
γέμω
γενεαλογέω
γενεαλογία
γενεαλόγος
γενεά
γενεῆθεν
View word page
γελωτοποιέω
γελωτοποιέω to create, make laughter, esp. by buffoonery, Plat., Xen.
ShortDef
to create, make laughter
Debugging
Headword:
γελωτοποιέω
Headword (normalized):
γελωτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
γελωτοποιεω
IDX:
6800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6804
Key:
gelwtopoie/w
Data
{'content': 'γελωτοποιέω\n to create, make laughter, esp. by buffoonery, Plat., Xen.', 'key': 'gelwtopoie/w'}