Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
γεμίζω
γέμος
γέμω
γενεαλογέω
γενεαλογία
γενεαλόγος
View word page
γελοωμιλία
γελοωμιλία ὁμιλία fellowship in laughing, Anth.

ShortDef

fellowship in laughing

Debugging

Headword:
γελοωμιλία
Headword (normalized):
γελοωμιλία
Headword (normalized/stripped):
γελοωμιλια
IDX:
6798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6802
Key:
gelowmili/a

Data

{'content': 'γελοωμιλία\n ὁμιλία\n fellowship in laughing, Anth.', 'key': 'gelowmili/a'}