Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
γεμίζω
γέμος
γέμω
γενεαλογέω
γενεαλογία
View word page
γέλοιος
γέλοιος γελάω causing laughter, laughable, Il., Hdt., etc.; γελοῖα jests, Theogn. of persons, causing laughter, ridiculous, Plat., etc.

ShortDef

causing laughter, laughable

Debugging

Headword:
γέλοιος
Headword (normalized):
γέλοιος
Headword (normalized/stripped):
γελοιος
IDX:
6797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6801
Key:
ge/loios

Data

{'content': 'γέλοιος\n γελάω\n causing laughter, laughable, Il., Hdt., etc.; γελοῖα jests, Theogn.\n of persons, causing laughter, ridiculous, Plat., etc.', 'key': 'ge/loios'}