Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
γεμίζω
γέμος
γέμω
View word page
Γελέοντες
Γελέοντες = Τελέοντες, q. v.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Γελέοντες
Headword (normalized):
γελέοντες
Headword (normalized/stripped):
γελεοντες
IDX:
6795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6799
Key:
*gele/ontes

Data

{'content': 'Γελέοντες\n = Τελέοντες, q. v.', 'key': '*gele/ontes'}