Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
γεμίζω
γέμος
View word page
γέλγις
γέλγις a clove of garlic, Anth.
ShortDef
a clove of garlic
Debugging
Headword:
γέλγις
Headword (normalized):
γέλγις
Headword (normalized/stripped):
γελγις
IDX:
6794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6798
Key:
ge/lgis
Data
{'content': 'γέλγις\n a clove of garlic, Anth.', 'key': 'ge/lgis'}