Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιός
View word page
γελαστός
γελαστός from γελάω laughable, Od.

ShortDef

laughable

Debugging

Headword:
γελαστός
Headword (normalized):
γελαστός
Headword (normalized/stripped):
γελαστος
IDX:
6792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6796
Key:
gelasto/s

Data

{'content': 'γελαστός\n from γελάω\n laughable, Od.', 'key': 'gelasto/s'}