Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
View word page
γελαστικός
γελαστικός from γελάω inclined to laugh, Luc.

ShortDef

inclined to laugh

Debugging

Headword:
γελαστικός
Headword (normalized):
γελαστικός
Headword (normalized/stripped):
γελαστικος
IDX:
6791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6795
Key:
gelastiko/s

Data

{'content': 'γελαστικός\n from γελάω\n inclined to laugh, Luc.', 'key': 'gelastiko/s'}