Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γειτνίασις
γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
γέλως
γελωτοποιέω
View word page
γελαστής
γελαστής from γελάω a laugher, sneerer, Soph.

ShortDef

a laugher, sneerer

Debugging

Headword:
γελαστής
Headword (normalized):
γελαστής
Headword (normalized/stripped):
γελαστης
IDX:
6790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6794
Key:
gelasth/s

Data

{'content': 'γελαστής\n from γελάω\n a laugher, sneerer, Soph.', 'key': 'gelasth/s'}