Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γειοφόρος
γεῖσον
γειτνίασις
γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοωμιλία
View word page
γελάσκω
γελάσκω = γελάω, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γελάσκω
Headword (normalized):
γελάσκω
Headword (normalized/stripped):
γελασκω
IDX:
6788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6792
Key:
gela/skw

Data

{'content': 'γελάσκω\n = γελάω, Anth.', 'key': 'gela/skw'}