Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γείνομαι
γειοφόρος
γεῖσον
γειτνίασις
γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγις
Γελέοντες
γελοιομελέω
γέλοιος
View word page
γελασείω
γελασείω Desiderat. of γελάω, to be like to laugh, ready to laugh, Plat.
ShortDef
to be like to laugh, ready to laugh
Debugging
Headword:
γελασείω
Headword (normalized):
γελασείω
Headword (normalized/stripped):
γελασειω
IDX:
6787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6791
Key:
gelasei/w
Data
{'content': 'γελασείω\n Desiderat. of γελάω,\n to be like to laugh, ready to laugh, Plat.', 'key': 'gelasei/w'}