Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γέγωνα
γεγωνέω
γεγωνίσκω
γεγωνός
γέεννα
γειαρότης
γείνομαι
γειοφόρος
γεῖσον
γειτνίασις
γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γελασείω
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
View word page
γειτνιάω
γειτνιάω mostly in pres., to be a neighbour, to border on, c. dat., Ar., Dem.
ShortDef
to be a neighbour, to border on
Debugging
Headword:
γειτνιάω
Headword (normalized):
γειτνιάω
Headword (normalized/stripped):
γειτνιαω
IDX:
6781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6785
Key:
geitnia/w
Data
{'content': 'γειτνιάω\n mostly in pres., to be a neighbour, to border on, c. dat., Ar., Dem.', 'key': 'geitnia/w'}