Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
γαύσαπος
γδουπέω
γέγωνα
γεγωνέω
γεγωνίσκω
γεγωνός
γέεννα
γειαρότης
γείνομαι
γειοφόρος
γεῖσον
γειτνίασις
γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
View word page
γειαρότης
γειαρότης a plougher of earth, Anth.

ShortDef

a plougher of earth

Debugging

Headword:
γειαρότης
Headword (normalized):
γειαρότης
Headword (normalized/stripped):
γειαροτης
IDX:
6776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6780
Key:
geiaro/ths

Data

{'content': 'γειαρότης\n a plougher of earth, Anth.', 'key': 'geiaro/ths'}