Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γαυριάω
γαυρόω
γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
γαύσαπος
γδουπέω
γέγωνα
γεγωνέω
γεγωνίσκω
γεγωνός
γέεννα
γειαρότης
γείνομαι
γειοφόρος
γεῖσον
γειτνίασις
γειτνιάω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονία
View word page
γεγωνός
γεγωνός from γεγωνώς, part. of γέγωνα loud-sounding, Aesch.: loud of voice, Anth.:—comp. γεγωνότερος, Aesch.
ShortDef
loud-sounding
Debugging
Headword:
γεγωνός
Headword (normalized):
γεγωνός
Headword (normalized/stripped):
γεγωνος
IDX:
6774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6778
Key:
gegwno/s
Data
{'content': 'γεγωνός\n from γεγωνώς, part. of γέγωνα\n loud-sounding, Aesch.: loud of voice, Anth.:—comp. γεγωνότερος, Aesch.', 'key': 'gegwno/s'}