Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίαμα
γαυριάω
γαυρόω
γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
γαύσαπος
γδουπέω
γέγωνα
γεγωνέω
γεγωνίσκω
γεγωνός
γέεννα
γειαρότης
View word page
γαῦρος
γαῦρος γαίω exulting in a thing, c. dat., Eur.: absol. haughty, disdainful, Ar.; of a calf, skittish, Theocr.:— τὸ γ. γαυρότης, Eur.

ShortDef

exulting in

Debugging

Headword:
γαῦρος
Headword (normalized):
γαῦρος
Headword (normalized/stripped):
γαυρος
IDX:
6766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6770
Key:
gau=ros

Data

{'content': 'γαῦρος\n γαίω\n exulting in a thing, c. dat., Eur.: absol. haughty, disdainful, Ar.; of a calf, skittish, Theocr.:— τὸ γ. γαυρότης, Eur.', 'key': 'gau=ros'}