Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίαμα
γαυριάω
γαυρόω
γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
γαύσαπος
γδουπέω
γέγωνα
View word page
γαυλός
γαυλός a milk-pail, Od.: a water-bucket, Hdt.; any round vessel, a bee-hive, Anth.; a drinking-bowl, Theocr.

ShortDef

a milk-pail

Debugging

Headword:
γαυλός
Headword (normalized):
γαυλός
Headword (normalized/stripped):
γαυλος
IDX:
6761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6765
Key:
gaulo/s

Data

{'content': 'γαυλός\n a milk-pail, Od.: a water-bucket, Hdt.; any round vessel, a bee-hive, Anth.; a drinking-bowl, Theocr.', 'key': 'gaulo/s'}