Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίαμα
γαυριάω
γαυρόω
γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
γαύσαπος
View word page
γατόμος
γατόμος τέμνω cleaving the ground, Anth.

ShortDef

cleaving the ground

Debugging

Headword:
γατόμος
Headword (normalized):
γατόμος
Headword (normalized/stripped):
γατομος
IDX:
6759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6763
Key:
gato/mos

Data

{'content': 'γατόμος\n τέμνω\n cleaving the ground, Anth.', 'key': 'gato/mos'}