Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γάστρα
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίαμα
γαυριάω
γαυρόω
γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
View word page
γάστρων
γάστρων = γάστρις "fat-guts, " Ar.

ShortDef

pot-belly

Debugging

Headword:
γάστρων
Headword (normalized):
γάστρων
Headword (normalized/stripped):
γαστρων
IDX:
6758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6762
Key:
ga/strwn

Data

{'content': 'γάστρων\n = γάστρις\n "fat-guts, " Ar.', 'key': 'ga/strwn'}