Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄθυρος
ἀθυροστομία
ἀθυρόστομος
ἄθυρσος
ἀθύρω
ἀθύρωτος
ἄθυτος
Ἄθῳος
ἀθῷος
ἀθώπευτος
ἀθωράκιστος
Ἄθως
αἴαγμα
αἰάζω
αἰαῖ
Αἰακίδης
αἰακτός
αἰανής
αἶα
Αἴας
αἰβοῖ
View word page
ἀθωράκιστος
ἀθωράκιστος θωρακίζω without breastplate, Xen.

ShortDef

without breastplate

Debugging

Headword:
ἀθωράκιστος
Headword (normalized):
ἀθωράκιστος
Headword (normalized/stripped):
αθωρακιστος
IDX:
676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n676
Key:
a)qwra/kistos

Data

{'content': 'ἀθωράκιστος\n θωρακίζω\n without breastplate, Xen.', 'key': 'a)qwra/kistos'}