Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γαργαλίζω
γάργαρα
γάρ
γαστήρ
γάστρα
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίαμα
γαυριάω
View word page
γαστροβαρής
γαστροβαρής βαρύς heavy with child, Anth.
ShortDef
heavy with child
Debugging
Headword:
γαστροβαρής
Headword (normalized):
γαστροβαρής
Headword (normalized/stripped):
γαστροβαρης
IDX:
6754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6758
Key:
gastrobarh/s
Data
{'content': 'γαστροβαρής\n βαρύς\n heavy with child, Anth.', 'key': 'gastrobarh/s'}