Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γάποτος
γαργαλίζω
γάργαρα
γάρ
γαστήρ
γάστρα
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίαμα
View word page
γάστρις
γάστρις a glutton, Ar.

ShortDef

a glutton

Debugging

Headword:
γάστρις
Headword (normalized):
γάστρις
Headword (normalized/stripped):
γαστρις
IDX:
6753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6757
Key:
ga/stris

Data

{'content': 'γάστρις\n a glutton, Ar.', 'key': 'ga/stris'}